- κυνηγετικοῦ
- κυνηγετικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… … Dictionary of Greek
ακρωλένιον — ἀκρωλένιον, το (Α) 1. το άκρο τής ωλένης, ο αγκώνας 2. η άκρη ή εξωτερική γωνία τού κυνηγετικού διχτύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὠλένη] … Dictionary of Greek
επίδρομος — ο (AM ἐπίδρομος, ον) το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους αρχ. 1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος») 2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον… … Dictionary of Greek
θήραγρος — θήραγρος, ον (Α) 1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος» 2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ αγρος, πάν αγρος] … Dictionary of Greek
κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… … Dictionary of Greek
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek
κορυφιστήρ — κορυφιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον 2. το άνω μέρος τού χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου *κορυφίζω] … Dictionary of Greek
κυνοσουρίς — κυνοσουρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος γρήγορου κυνηγετικού σκυλιού 2. κυνόσουρα* 3. φρ. «κυνοσουρὶς ἄρκτος» η Μικρά Άρκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυνοσουρίς, ο νομ. λακωνικής φυλής. Η λ. με τη δεύτερη σημ. συνδέεται με τον τ. κυνόσουρα] … Dictionary of Greek
λαγωνικός — ή, ό (Μ λαγωνικός, ή, όν) 1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν) παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά… … Dictionary of Greek